χονδρεμπόριο

希臘語 编辑

其他寫法 编辑

名詞 编辑

χονδρεμπόριο (chondrempórion (复数 χονδρεμπόρια)

  1. 批發

變格 编辑

反義詞 编辑

相關詞彙 编辑