λιθόστρωτο
希臘語
编辑名詞
编辑λιθόστρωτο (lithóstroto) n (复数 λιθόστρωτa)
變格
编辑λιθόστρωτο的變格
單數 | 複數 | |
---|---|---|
主格 | λιθόστρωτο • | λιθόστρωτα • |
屬格 | λιθοστρώτου • | λιθοστρώτων • |
賓格 | λιθόστρωτο • | λιθόστρωτα • |
呼格 | λιθόστρωτο • | λιθόστρωτα • |
相關詞彙
编辑- λίθος m (líthos, “石頭”)
- λιθόστρωτος (lithóstrotos, “鋪有鵝卵石的”)
參見
编辑- καλντερίμι n (kalnterími, “鵝卵石路”)
形容詞
编辑λιθόστρωτο (lithóstroto)
- λιθόστρωτος (lithóstrotos)的賓格單數陽性形式。
- λιθόστρωτος (lithóstrotos)的主格、賓格與呼格單數中性形式。