μαζοχιστής
希臘語 编辑
詞源 编辑
源自法語 masochiste。
名詞 编辑
μαζοχιστής (mazochistís) m (复数 μαζοχιστές,阴性 μαζοχίστρια)
- 男性受虐狂
變格 编辑
μαζοχιστής的變格
單數 | 複數 | |
---|---|---|
主格 | μαζοχιστής • | μαζοχιστές • |
屬格 | μαζοχιστή • | μαζοχιστών • |
賓格 | μαζοχιστή • | μαζοχιστές • |
呼格 | μαζοχιστή • | μαζοχιστές • |