μαζοχιστής

希腊语 编辑

词源 编辑

源自法语 masochiste

名词 编辑

μαζοχιστής (mazochistísm (复数 μαζοχιστές,阴性 μαζοχίστρια)

  1. 男性受虐狂

变格 编辑