ματοτσίνορο

希臘語 编辑

其他寫法 编辑

名詞 编辑

ματοτσίνορο (matotsínoron (复数 ματοτσίνορα)

  1. 睫毛

變格 编辑

近義詞 编辑

相關詞彙 编辑