μεταφυτεύομαι

古希臘語

编辑

發音

编辑
 

動詞

编辑

μεταφυτεύομαι (metaphuteúomai)

  1. (Koine) μεταφῠτεύω (metaphuteúō)第一人稱單數直陳式現在時中動態