|
主動態 ➤
|
被動態 ➤
|
直陳語氣 ➤
|
未完成體 ➤
|
完成體 ➤
|
未完成體
|
完成體
|
非過去式 ➤
|
現在 ➤
|
非獨立形 ➤
|
現在
|
非獨立形
|
1 單
|
μεταφυτεύω
|
μεταφυτέψω, μεταφυτεύσω
|
μεταφυτεύομαι
|
μεταφυτευτώ, μεταφυτευθώ
|
2 單
|
μεταφυτεύεις
|
μεταφυτέψεις, μεταφυτεύσεις
|
μεταφυτεύεσαι
|
μεταφυτευτείς, μεταφυτευθείς
|
3 單
|
μεταφυτεύει
|
μεταφυτέψει, μεταφυτεύσει
|
μεταφυτεύεται
|
μεταφυτευτεί, μεταφυτευθεί
|
|
1 複
|
μεταφυτεύουμε, [‑ομε]
|
μεταφυτέψουμε, [‑ομε], μεταφυτεύσουμε, [‑ομε]
|
μεταφυτευόμαστε
|
μεταφυτευτούμε, μεταφυτευθούμε
|
2 複
|
μεταφυτεύετε
|
μεταφυτέψετε, μεταφυτεύσετε
|
μεταφυτεύεστε, μεταφυτευόσαστε
|
μεταφυτευτείτε, μεταφυτευθείτε
|
3 複
|
μεταφυτεύουν(ε)
|
μεταφυτέψουν(ε), μεταφυτεύσουν(ε)
|
μεταφυτεύονται
|
μεταφυτευτούν(ε), μεταφυτευθούν(ε)
|
|
過去式 ➤
|
過去未完成時 ➤
|
一般過去式 ➤
|
過去未完成時
|
一般過去式
|
1 單
|
μεταφύτευα
|
μεταφύτεψα, μεταφύτευσα
|
μεταφυτευόμουν(α)
|
μεταφυτεύτηκα, μεταφυτεύθηκα
|
2 單
|
μεταφύτευες
|
μεταφύτεψες, μεταφύτευσες
|
μεταφυτευόσουν(α)
|
μεταφυτεύτηκες, μεταφυτεύθηκες
|
3 單
|
μεταφύτευε
|
μεταφύτεψε, μεταφύτευσε
|
μεταφυτευόταν(ε)
|
μεταφυτεύτηκε, μεταφυτεύθηκε
|
|
1 複
|
μεταφυτεύαμε
|
μεταφυτέψαμε, μεταφυτεύσαμε
|
μεταφυτευόμασταν, (‑όμαστε)
|
μεταφυτευτήκαμε, μεταφυτευθήκαμε
|
2 複
|
μεταφυτεύατε
|
μεταφυτέψατε, μεταφυτεύσατε
|
μεταφυτευόσασταν, (‑όσαστε)
|
μεταφυτευτήκατε, μεταφυτευθήκατε
|
3 複
|
μεταφύτευαν, μεταφυτεύαν(ε)
|
μεταφύτεψαν, μεταφυτέψαν(ε), μεταφύτευσαν
|
μεταφυτεύονταν, (μεταφυτευόντουσαν)
|
μεταφυτεύτηκαν, μεταφυτευτήκαν(ε), μεταφυτεύθηκαν, μεταφυτευθήκαν(ε)
|
|
將來時 ➤
|
持續將來時 ➤
|
一般將來時 ➤
|
持續將來時
|
一般將來時
|
1 單
|
θα μεταφυτεύω ➤
|
θα μεταφυτέψω / μεταφυτεύσω ➤
|
θα μεταφυτεύομαι ➤
|
θα μεταφυτευτώ / μεταφυτευθώ ➤
|
2,3 單, 1,2,3 複
|
θα μεταφυτεύεις, …
|
θα μεταφυτέψεις / μεταφυτεύσεις, …
|
θα μεταφυτεύεσαι, …
|
θα μεταφυτευτείς / μεταφυτευθείς, …
|
|
|
完成體 ➤
|
完成體
|
現在完成時 ➤
|
έχω, έχεις, … μεταφυτέψει / μεταφυτεύσει έχω, έχεις, … μεταφυτευμένο, ‑η, ‑ο ➤
|
έχω, έχεις, … μεταφυτευτεί / μεταφυτευθεί είμαι, είσαι, … μεταφυτευμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
過去完成時 ➤
|
είχα, είχες, … μεταφυτέψει / μεταφυτεύσει είχα, είχες, … μεταφυτευμένο, ‑η, ‑ο
|
είχα, είχες, … μεταφυτευτεί / μεταφυτευθεί ήμουν, ήσουν, … μεταφυτευμένος, ‑η, ‑ο
|
將來完成時 ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … μεταφυτέψει / μεταφυτεύσει θα έχω, θα έχεις, … μεταφυτευμένο, ‑η, ‑ο
|
θα έχω, θα έχεις, … μεταφυτευτεί / μεταφυτευθεί θα είμαι, θα είσαι, … μεταφυτευμένος, ‑η, ‑ο
|
|
虛擬語氣 ➤
|
使用現在時非獨立形(一般過去時) 或現在完成時形式 + 助詞(να、ας)。
|
|
祈使語氣 ➤
|
未完成體
|
完成體
|
未完成體
|
完成體
|
2 單
|
μεταφύτευε
|
μεταφύτεψε / [μεταφύτευ' 1], μεταφύτευσε
|
—
|
μεταφυτέψου, μεταφυτεύσου
|
2 複
|
μεταφυτεύετε
|
μεταφυτέψτε / [μεταφυτεύτε2], μεταφυτεύστε
|
μεταφυτεύεστε
|
μεταφυτευτείτε, μεταφυτευθείτε
|
|
其他形式
|
主動態
|
被動態
|
現在分詞➤
|
μεταφυτεύοντας ➤
|
—
|
完成分詞➤
|
έχοντας μεταφυτέψει / μεταφυτεύσει ➤
|
μεταφυτευμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
|
非限定形➤
|
μεταφυτέψει, μεταφυτεύσει
|
μεταφυτευτεί, μεταφυτευθεί
|
|
|
注釋 Appendix:希臘語動詞
|
1. 口語尾音節省略的完成祈使語氣 + 冠詞何明詞的賓格或弱代詞,如 μεταφύτευ' το (「移植它!」)。 2. 口語。 • (…) 可選或非正式。 […] 罕用。 {…} 古體。 • 有多種形式的,按使用頻率依次遞減。 • 使用虛擬式可組合出委婉命令式。
|
|