μεταφυτεύω

希腊语 编辑

词源 编辑

源自希腊化时代的通用希腊语 μεταφυτεύω (metaphuteúō),可以拆分为μετα- (元-;后-) +‎ φυτεύω (我种植)

发音 编辑

动词 编辑

μεταφυτεύω (metafytévo) (过去简单式 μεταφύτεψα/μεταφύτευσα被动语态 μεταφυτεύομαι)

  1. (园艺) 移种移植

变位 编辑

相关词汇 编辑