希臘語 编辑

詞源 编辑

μικρός (mikrós, 小的) + κύμα (kýma, )

名詞 编辑

μικροκύμα (mikrokýman (复数 μικροκύματα)

  1. (物理學) 微波

變格 编辑

派生詞 编辑

拓展閱讀 编辑