希臘語 编辑

詞源 编辑

μπάνιο (bánio, 沐浴) +‎ -ιέρα (-iéra)

發音 编辑

  • IPA(幫助)/baˈɲeɾa/
  • 斷字:μπα‧νιέ‧ρα

名詞 编辑

μπανιέρα (baniéraf (复数 μπανιέρες)

  1. 浴缸
    Καθάρισε σε παρακαλώ την μπανιέρα, είναι γεμάτη σαπουνάδες.
    Kathárise se parakaló tin baniéra, eínai gemáti sapounádes.
    請你清理一下浴缸,裡面全是泡沫。

變格 编辑

近義詞 编辑

相關詞彙 编辑

拓展閱讀 编辑