μπάνιο
希臘語
编辑詞源
编辑發音
编辑名詞
编辑μπάνιο (bánio) n (复数 μπάνια)
- 沐浴,泡澡
- Μετά το μπάνιο χαλάρωσα πολύ.
- Metá to bánio chalárosa polý.
- 泡澡之後,我感覺放鬆多了。
- Η κόρη μου κάνει κάθε μέρα τρία μπάνια. Υπερβολικό δεν είναι;
- I kóri mou kánei káthe méra tría bánia. Ypervolikó den eínai?
- 每天我女兒要泡三次澡。這有點過分吧?
- (引申) 浴缸
- Το μπάνιο είναι γεμάτο σαπουνάδα.
- To bánio eínai gemáto sapounáda.
- 浴缸裡滿是泡沫。
- Είμαι πολύ ψηλός, δε θα χωρέσω στο μπάνιο σου.
- Eímai polý psilós, de tha choréso sto bánio sou.
- 我太高了,進不去你的浴缸裡。
- (引申) 浴室
- Μπήκε μέσα στο μπάνιο πριν μια ώρα. Τι κάνει τόση ώρα άραγε;
- Bíke mésa sto bánio prin mia óra. Ti kánei tósi óra árage?
- 他一個小時前進了浴室。他會在幹什麼呢?
- Μπορώ μήπως να χρησιμοποιήσω το μπάνιο σας;
- Boró mípos na chrisimopoiíso to bánio sas?
- 請問我能借用你的浴室嗎?
- (比喻義) 游泳 (尤指海水浴)
- Πόσα μπάνια έκανες το καλοκαίρι;
- Pósa bánia ékanes to kalokaíri?
- 你之前夏天游過多少次泳?
- Κάθε πρωί χαράματα πάνε οι γέροι για μπάνιο επειδή δεν κάνει πολύ ζεστή.
- Káthe proí charámata páne oi géroi gia bánio epeidí den kánei polý zestí.
- 老人們每天黎明會去海裡游會兒泳,因為那時水溫不會太高。
變格
编辑μπάνιο的變格
近義詞
编辑- (沐浴): λουτρό n (loutró)
- (浴缸): μπανιέρα f (baniéra)
- (浴室): τουαλέτα f (toualéta), λουτρό n (loutró)
- (游泳): κολύμπι n (kolýmpi)
派生詞
编辑- μπανάκι n (banáki) (指小詞)
- μπανιέρα f (baniéra, “浴缸”)
- μπανιερό n (banieró, “泳裝”)
- μπανιαρίζω (baniarízo, “沐浴”)
相關詞彙
编辑- ντους n (dous, “淋浴”)