μυρμήγκι
希臘語 编辑
其他寫法 编辑
- μερμήγκι n (mermígki)
詞源 编辑
源自中古希臘語 μυρμήγκιν (murmḗnkin),源自通用希臘語 μυρμήκιον (murmḗkion),古希臘語 μύρμηξ (múrmēx)的指小詞,源自原始印歐語 *morwi-。
名詞 编辑
μυρμήγκι (myrmígki) n (复数 μυρμήγκια)
變格 编辑
μυρμήγκι的變格
單數 | 複數 | |
---|---|---|
主格 | μυρμήγκι • | μυρμήγκια • |
屬格 | μυρμηγκιού • | μυρμηγκιών • |
賓格 | μυρμήγκι • | μυρμήγκια • |
呼格 | μυρμήγκι • | μυρμήγκια • |
相關詞彙 编辑
- μυρμηκικός (myrmikikós, “似螞蟻的”)
- μυρμηκικό οξύ n (myrmikikó oxý, “蟻酸”)