ολλανδέζικα

希臘語

编辑

名詞

编辑

ολλανδέζικα (ollandézikan 

  1. 荷蘭語

變格

编辑

近義詞

编辑

相關詞彙

编辑

形容詞

编辑

ολλανδέζικα (ollandézika)

  1. ολλανδέζικος (ollandézikos)主格賓格呼格複數中性形式。