希臘語

编辑

名詞

编辑

πέτρωμα (pétroman (复数 πετρώματα)

  1. (地質學) 岩石
    ιζηματογενή πετρώματαizimatogení petrómata沉積

變格

编辑

相關詞彙

编辑
  • 參見:πέτρα f (pétra, 石頭,岩石)

拓展閱讀

编辑