首页
随机
登录
设置
资助
关于维基词典
免责声明
搜索
πέτρωμα
语言
监视
编辑
目录
1
希腊语
1.1
名词
1.1.1
变格
1.1.2
相关词汇
1.1.3
拓展阅读
希腊语
编辑
名词
编辑
πέτρωμα
(
pétroma
)
n
(复数
πετρώματα
)
(
地质学
)
岩石
ιζηματογενή
πετρώματα
―
izimatogení
petrómata
―
沉积
岩
变格
编辑
πέτρωμα的变格
单数
复数
主格
πέτρωμα
•
πετρώματα
•
属格
πετρώματος
•
πετρωμάτων
•
宾格
πέτρωμα
•
πετρώματα
•
呼格
πέτρωμα
•
πετρώματα
•
相关词汇
编辑
参见:
πέτρα
f
(
pétra
,
“
石头,岩石
”
)
拓展阅读
编辑
πέτρωμα
在希腊语维基百科上的资料。
维基百科
el