πίτουρο
希臘語 编辑
詞源 编辑
名詞 编辑
πίτουρο (pítouro) n (复数 πίτουρα)
變格 编辑
πίτουρο的變格
近義詞 编辑
- φλοιός m (floiós, “穀殼”)
相關詞彙 编辑
- όποιος ανακατεύεται με τα πίτουρα, τον τρώνε οι κότες (ópoios anakatévetai me ta pítoura, ton tróne oi kótes, “近朱者赤,近墨者黑”, 字面意思是“和穀糠混在一起的人會被母雞吃掉”)
- ακριβός στα πίτουρα και φτηνός στ' αλεύρι (akrivós sta pítoura kai ftinós st' alévri)
參見 编辑
- ενδοσπέρμιο n (endospérmio, “胚乳”)