希臘語

编辑

詞源

编辑

源自意大利語 pagliaccio

發音

编辑

名詞

编辑

παλιάτσος (paliátsosm (复数 παλιάτσοι)

  1. 小丑
    Το τσίρκο έχει πολλούς παλιάτσους.
    To tsírko échei polloús paliátsous.
    馬戲團裡有許多小丑
  2. (比喻義) 滑稽可笑的人
    Η υπουργός είναι ο μεγαλύτερος παλιάτσος της πολιτικής.
    I ypourgós eínai o megalýteros paliátsos tis politikís.
    部長就是政治中最大的小丑

變格

编辑

近義詞

编辑