παλιάτσος
希臘語 编辑
詞源 编辑
源自意大利語 pagliaccio。
發音 编辑
名詞 编辑
παλιάτσος (paliátsos) m (复数 παλιάτσοι)
- 小丑
- Το τσίρκο έχει πολλούς παλιάτσους.
- To tsírko échei polloús paliátsous.
- 馬戲團裡有許多小丑。
- (比喻) 滑稽可笑的人
- Η υπουργός είναι ο μεγαλύτερος παλιάτσος της πολιτικής.
- I ypourgós eínai o megalýteros paliátsos tis politikís.
- 部長就是政治中最大的小丑。
變格 编辑
παλιάτσος的變格
近義詞 编辑
- (小丑): κλόουν m (klóoun), γελωτοποιός m (gelotopoiós)