κλόουν
希臘語
编辑詞源
编辑發音
编辑名詞
编辑κλόουν (klóoun) m (無屈折)
- 小丑
- Πολλά άτομα φοβούνται τους κλόουν.
- Pollá átoma fovoúntai tous klóoun.
- 許多人害怕小丑。
- (比喻義) 滑稽可笑的人
- Ο πρωθυπουργός είναι ο μεγαλύτερος κλόουν της πολιτικής.
- O prothypourgós eínai o megalýteros klóoun tis politikís.
- 總理就是政治中最大的小丑。
近義詞
编辑- (小丑): παλιάτσος m (paliátsos), γελωτοποιός m (gelotopoiós)