希臘語

编辑

詞源

编辑

借自英語 clown

發音

编辑

名詞

编辑

κλόουν (klóounm (無屈折)

  1. 小丑
    Πολλά άτομα φοβούνται τους κλόουν.
    Pollá átoma fovoúntai tous klóoun.
    許多人害怕小丑
  2. (比喻義) 滑稽可笑的人
    Ο πρωθυπουργός είναι ο μεγαλύτερος κλόουν της πολιτικής.
    O prothypourgós eínai o megalýteros klóoun tis politikís.
    總理就是政治中最大的小丑

近義詞

编辑