希臘語 编辑

名詞 编辑

πανδημία (pandimíaf (复数 πανδημίες)

  1. (病理學) 瘟疫,大流行病
    Η εικόνα της πανδημίας δεν είναι αυτή που ανέμεναν η κυβέρνηση.
    I eikóna tis pandimías den eínai aftí pou anémenan i kyvérnisi.
    疫情的情况并非政府所预期的那样。
    Η δράση των χάκερζ έχει λάβει διαστάσεις πανδημίας
    I drási ton chákerz échei lávei diastáseis pandimías
    黑客活动已达到流行病般的规模。

變格 编辑

相關詞彙 编辑

參見 编辑