πανδημία
希臘語
编辑名詞
编辑πανδημία (pandimía) f (复数 πανδημίες)
- (病理學) 瘟疫,大流行病
- Η εικόνα της πανδημίας δεν είναι αυτή που ανέμεναν η κυβέρνηση.
- I eikóna tis pandimías den eínai aftí pou anémenan i kyvérnisi.
- 疫情的情况并非政府所预期的那样。
- Η δράση των χάκερζ έχει λάβει διαστάσεις πανδημίας
- I drási ton chákerz échei lávei diastáseis pandimías
- 黑客活动已达到流行病般的规模。
變格
编辑πανδημία的變格
相關詞彙
编辑- πανδημικός (pandimikós, “流行病的”)
- πάνδημος (pándimos, “普遍的”)