πιστολάκι
希腊语 编辑
词源 编辑
πιστολ- (pistol-, “槍”) + -άκι (-áki, 指小後綴)
名词 编辑
πιστολάκι (pistoláki) n
变格 编辑
πιστολάκι的變格
單數 | 複數 | |
---|---|---|
主格 | πιστολάκι • | πιστολάκια • |
屬格 | — | — |
賓格 | πιστολάκι • | πιστολάκια • |
呼格 | πιστολάκι • | πιστολάκια • |
近义词 编辑
- (吹風機): σεσουάρ n (sesouár)