首页
随机
登录
设置
资助
关于维基词典
免责声明
搜索
πιστολάκι
语言
监视本页
编辑
目录
1
希腊语
1.1
词源
1.2
名词
1.2.1
变格
1.2.2
近义词
希腊语
编辑
词源
编辑
πιστολ-
(
pistol-
,
“
槍
”
)
+
-άκι
(
-áki
,
指小後綴
)
名词
编辑
πιστολάκι
(
pistoláki
)
n
πιστόλι
(
pistóli
,
“
槍
”
)
的
指小詞
小支的
玩具槍
吹風機
变格
编辑
πιστολάκι的變格
單數
複數
主格
πιστολάκι
•
πιστολάκια
•
屬格
—
—
賓格
πιστολάκι
•
πιστολάκια
•
呼格
πιστολάκι
•
πιστολάκια
•
近义词
编辑
(
吹風機
)
:
σεσουάρ
n
(
sesouár
)