ποδοσφαιριστής

希臘語

编辑

詞源

编辑

ποδόσφαιρο (podósfairo, 足球) +‎ -ιστής (-istís, …者)仿譯英語 footballer。最早的書面紀錄見於1896年。

發音

编辑
  • 國際音標(幫助): /poðosfeɾiˈstis/
  • 斷字:πο‧δο‧σφαι‧ρι‧στής

名詞

编辑

ποδοσφαιριστής (podosfairistísm (复数 ποδοσφαιριστές,阴性 ποδοσφαιρίστρια)

  1. 足球員足球運動員

變格

编辑