古希臘語

编辑

詞源

编辑

源自πολῑ́της (polī́tēs, 市民,公民) +‎ -ῐκός (-ikós, 形容詞後綴)

發音

编辑
 

形容詞

编辑

πολῑτῐκός (polītikósm (陰性 πολῑτῐκή,中性 πολῑτῐκόν); 第一類/第二類

  1. 政治的,公眾
    反義詞:οἰκονομῐκός (oikonomikós)
  2. 社會

變格

编辑

派生語彙

编辑
  • 希臘語: πολιτικός (politikós)
  • 拉丁語: politicus

拓展閱讀

编辑

希臘語

编辑

詞源

编辑

源自古希臘語 πολιτικός (politikós)

形容詞

编辑

πολιτικός (politikósm (陰性 πολιτική,中性 πολιτικό)

  1. 政治的,公眾
  2. 平民

變格

编辑

相關詞彙

编辑

名詞

编辑

πολιτικός (politikósm f (复数 πολιτικοί)

  1. 政治家
    Η Μελίνα Μερκούρη ήταν πρώτη Ελληνίδα πολιτικός που ...
    I Melína Merkoúri ítan próti Ellinída politikós pou ...
    梅利娜·梅高麗是第一名(……)的[女性]希臘政治家。

變格

编辑

相關詞彙

编辑
  • 參見:πόλη f (póli, 城鎮)