首页
随机
登录
设置
资助
关于维基词典
免责声明
搜索
πορνείο
语言
监视本页
编辑
目录
1
希臘語
1.1
詞源
1.2
發音
1.3
名詞
1.3.1
變格
1.3.2
近義詞
希臘語
编辑
詞源
编辑
源自
古希臘語
πορνεῖον
(
porneîon
)
。
發音
编辑
國際音標
(
幫助
)
:
[pɔɾˈniɔ]
斷字:
πορ‧νεί‧ο
名詞
编辑
πορνείο
(
porneío
)
n
(复数
πορνεία
)
妓院
變格
编辑
πορνείο的變格
單數
複數
主格
πορνείο
•
πορνεία
•
屬格
πορνείου
•
πορνείων
•
賓格
πορνείο
•
πορνεία
•
呼格
πορνείο
•
πορνεία
•
近義詞
编辑
οίκος ανοχής
m
(
oíkos anochís
)
μπορντέλο
n
(
borntélo
)
μπορδέλο
n
(
bordélo
)
μπορντέλλο
n
(
borntéllo
)