希臘語

编辑

詞源

编辑

πούστης (poústis, 混蛋) +‎ -ιά (-iá)

發音

编辑

名詞

编辑

πουστιά (poustiáf (复数 πουστιές)

  1. (口語) 無禮粗魯的行為
    Ήταν μεγάλη πουστιά του να μ’ αφήσει να πληρώσω μόνος μου τον λογαριασμό.
    Ítan megáli poustiá tou na m’ afísei na pliróso mónos mou ton logariasmó.
    他留下我一個人來買單,真他媽的不要臉。

變格

编辑

近義詞

编辑