πουστιά
希臘語
編輯詞源
編輯πούστης (poústis, 「混蛋」) + -ιά (-iá)
發音
編輯名詞
編輯πουστιά (poustiá) f (複數 πουστιές)
- (口語,粗) 無禮、粗魯的行為
- Ήταν μεγάλη πουστιά του να μ’ αφήσει να πληρώσω μόνος μου τον λογαριασμό.
- Ítan megáli poustiá tou na m’ afísei na pliróso mónos mou ton logariasmó.
- 他留下我一個人來買單,真他媽的不要臉。
變格
編輯πουστιά的變格
近義詞
編輯- μπινιά f (biniá)
- γαϊδουριά f (gaïdouriá)
- αγένεια f (agéneia)
- απρέπεια f (aprépeia)
- χοντροκοπιά f (chontrokopiá)