古希臘語 编辑

詞源 编辑

源自προφήτης (prophḗtēs, 先知,預言家) +‎ -ῐκός (-ikós)

發音 编辑

 

形容詞 编辑

προφητῐκός (prophētikósm (陰性 προφητῐκή,中性 προφητῐκόν); 第一類/第二類

  1. 神諭的,預言

屈折 编辑

派生語彙 编辑

  • 拉丁語: prophēticus

拓展閱讀 编辑

希臘語 编辑

詞源 编辑

源自古希臘語 προφητικός (prophētikós)

形容詞 编辑

προφητικός (profitikósm (陰性 προφητική,中性 προφητικό)

  1. 預言的,預測

變格 编辑

相關詞彙 编辑