ρατσιστικός
希臘語
编辑形容詞
编辑ρατσιστικός (ratsistikós) m (陰性 ρατσιστική,中性 ρατσιστικό)
- 種族主義的
- 反義詞:αντιρατσιστικός (antiratsistikós)
變格
编辑 ρατσιστικός 的變格
數 格 / 性 |
單數 | 複數 | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
陽性 | 陰性 | 中性 | 陽性 | 陰性 | 中性 | |
主格 | ρατσιστικός | ρατσιστική | ρατσιστικό | ρατσιστικοί | ρατσιστικές | ρατσιστικά |
屬格 | ρατσιστικού | ρατσιστικής | ρατσιστικού | ρατσιστικών | ρατσιστικών | ρατσιστικών |
賓格 | ρατσιστικό | ρατσιστική | ρατσιστικό | ρατσιστικούς | ρατσιστικές | ρατσιστικά |
呼格 | ρατσιστικέ | ρατσιστική | ρατσιστικό | ρατσιστικοί | ρατσιστικές | ρατσιστικά |
衍生 | 比較級:πιο + 肯定形(如 πιο ρατσιστικός) 相對最高級:定冠詞 + πιο + 肯定形(如 ο πιο ρατσιστικός) |
相關詞彙
编辑- 參見:ράτσα f (rátsa, “種族”)