希臘語

编辑

其他寫法

编辑

詞源

编辑

源自中古希臘語 σίδερον (síderon),源自古希臘語 σίδηρος (sídēros)σίδηρος (sídiros)同源對似詞

名詞

编辑

σίδερο (síderon (复数 σίδερα)

  1. (冶金學)
  2. 熨斗
    Το σίδερο είναι μια οικιακή συσκευή.
    To sídero eínai mia oikiakí syskeví.
    熨斗是一種家電。

變格

编辑

近義詞

编辑

相關詞彙

编辑

拓展閱讀

编辑