σιδηροπωλείο
希腊语 编辑
词源 编辑
σίδηρος (sídiros, “鐵”) + -πωλείο (-poleío, “商店”)
名词 编辑
σιδηροπωλείο (sidiropoleío) n (复数 σιδηροπωλεία)
变格 编辑
σιδηροπωλείο的變格
單數 | 複數 | |
---|---|---|
主格 | σιδηροπωλείο • | σιδηροπωλεία • |
屬格 | σιδηροπωλείου • | σιδηροπωλείων • |
賓格 | σιδηροπωλείο • | σιδηροπωλεία • |
呼格 | σιδηροπωλείο • | σιδηροπωλεία • |