σιδηροπωλείο

希臘語

編輯

詞源

編輯

σίδηρος (sídiros, ) +‎ -πωλείο (-poleío, 商店)

名詞

編輯

σιδηροπωλείο (sidiropoleíon (複數 σιδηροπωλεία)

  1. 五金店

變格

編輯