希臘語

编辑

詞源

编辑

源自古希臘語 σκωλήκιον (skōlḗkion)σκώληξ (skṓlēx)的指小詞。

發音

编辑

名詞

编辑

σκουλήκι (skoulíkin (复数 σκουλήκια)

  1. 蠕蟲
  2. 毛蟲
  3. (比喻義) 狡猾諂媚
    ένα σκουλήκι είστε
    éna skoulíki eíste
    你是條蟲
  4. (比喻義) 用於描述嫉妒
    το σκουλήκι της ζήλειας τον καταβροχθίζει
    to skoulíki tis zíleias ton katavrochthízei
    嫉妒之蟲咬了他

變格

编辑

拓展閱讀

编辑