σταυροδρόμι

希臘語 编辑

詞源 编辑

σταυρός (stavrós, 交叉,十字) +‎ δρόμος (drómos, )

名詞 编辑

σταυροδρόμι (stavrodrómin (复数 σταυροδρόμια)

  1. 十字路口
  2. (比喻) 關鍵點轉折點

變格 编辑