古希臘語

编辑

詞源

编辑

源自原始印歐語 *steh₂- (站立)。參見ῐ̔́στημῐ (hístēmi)。與冰島語 staur (樁,桿)英語 stour (樁,桿)瑞典語 stör同源。也對比staff

發音

编辑

名詞

编辑

σταυρός (staurósm (屬格 σταυροῦ); 二類變格

  1. 豎直
    • 800 BCE – 600 BCE, Homer, Odyssey 14.11:
      σταυροὺς δ’ ἐκτὸς ἔλασσε διαμπερὲς ἔνθα καὶ ἔνθα
      stauroùs d’ ektòs élasse diamperès éntha kaì éntha
      在院子外,他到處用樹樁築成(堅固的圍欄)
  2. 十字架
    • 70 CE – 110 CE, The Gospel of Matthew 27:40:
      εἰ υἱὸς εἶ τοῦ θεοῦ, κατάβηθι απὸ τοῦ σταυροῦ.
      ei huiòs eî toû theoû, katábēthi apò toû stauroû.
      你若是神的兒子,就從十字架上下來吧。

屈折

编辑

近義詞

编辑

派生詞

编辑

派生語彙

编辑
  • 希臘語: σταυρός (stavrós)
    • 加告茲語: stavroz

拓展閱讀

编辑

希臘語

编辑

詞源

编辑

源自古希臘語 σταυρός (staurós),源自原始印歐語 *steh₂- (站立)

發音

编辑

名詞

编辑

σταυρός (stavrósm (复数 σταυροί)

  1. 交叉
    Επειδή ο παππούς μου είναι αγράμματος, υπογράφει με σταυρό.
    Epeidí o pappoús mou eínai agrámmatos, ypográfei me stavró.
    因為我爺爺不識字,他打了個當做簽名。
  2. (基督教) 十字架
    Ο Χριστός πέθανε πάνω στο σταυρό.
    O Christós péthane páno sto stavró.
    基督死在十字架上。
  3. (比喻義) 難關艱難處境
    Ο καθένας σηκώνει μεγάλο σταυρό.
    O kathénas sikónei megálo stavró.
    每個人都有自己要克服的難關
  4. (基督教) 十字架飾品
    Ο αρχιεπίσκοπος φοράει χρυσό σταυρό.
    O archiepískopos foráei chrysó stavró.
    大主教戴著一個金色的十字架
  5. (基督教) 十字手勢
    κάνω τον σταυρό μου
    káno ton stavró mou
    我劃了個十字
  6. (木偶) 控制
  7. (解剖學口語) 眉間
  8. (體操) 十字撐

變格

编辑

派生詞

编辑

派生語彙

编辑