首页
随机
登录
设置
资助
关于维基词典
免责声明
搜索
στενή
语言
监视本页
编辑
目录
1
希臘語
1.1
名詞
1.1.1
變格
1.2
形容詞
希臘語
编辑
名詞
编辑
στενή
(
stení
)
f
(复数
στενές
)
(
俚語
)
監獄
(
俚語
)
監禁
變格
编辑
στενή的變格
單數
複數
主格
στενή
•
στενές
•
屬格
στενής
•
στενών
•
賓格
στενή
•
στενές
•
呼格
στενή
•
στενές
•
形容詞
编辑
στενή
(
stení
)
στενός
(
stenós
)
的
主格
、
賓格
與
呼格
單數
陰性
形式。