希臘語

编辑

詞源

编辑

繼承古希臘語 συμπληρόω (sumplēróō)。字面分析等同於 συμ- (sym-, 共同,一起) +‎ πληρώνω (pliróno, )

發音

编辑

動詞

编辑

συμπληρώνω (sympliróno) (過去簡單式 συμπλήρωσα被動語態 συμπληρώνομαι)

  1. 填寫
    近義詞: απογεμίζω (apogemízo)
    συμπληρώστε την αίτησηsympliróste tin aítisi填寫表格
  2. 完成

變位

编辑

相關詞彙

编辑