|
主动态 ➤
|
被动态 ➤
|
直陈语气 ➤
|
未完成体 ➤
|
完成体 ➤
|
未完成体
|
完成体
|
非过去式 ➤
|
现在 ➤
|
非独立形 ➤
|
现在
|
非独立形
|
1 单
|
συμπληρώνω
|
συμπληρώσω
|
συμπληρώνομαι
|
συμπληρωθώ
|
2 单
|
συμπληρώνεις
|
συμπληρώσεις
|
συμπληρώνεσαι
|
συμπληρωθείς
|
3 单
|
συμπληρώνει
|
συμπληρώσει
|
συμπληρώνεται
|
συμπληρωθεί
|
|
1 复
|
συμπληρώνουμε, [‑ομε]
|
συμπληρώσουμε, [‑ομε]
|
συμπληρωνόμαστε
|
συμπληρωθούμε
|
2 复
|
συμπληρώνετε
|
συμπληρώσετε
|
συμπληρώνεστε, συμπληρωνόσαστε
|
συμπληρωθείτε
|
3 复
|
συμπληρώνουν(ε)
|
συμπληρώσουν(ε)
|
συμπληρώνονται
|
συμπληρωθούν(ε)
|
|
过去式 ➤
|
过去未完成时 ➤
|
一般过去式 ➤
|
过去未完成时
|
一般过去式
|
1 单
|
συμπλήρωνα
|
συμπλήρωσα
|
συμπληρωνόμουν(α)
|
συμπληρώθηκα
|
2 单
|
συμπλήρωνες
|
συμπλήρωσες
|
συμπληρωνόσουν(α)
|
συμπληρώθηκες
|
3 单
|
συμπλήρωνε
|
συμπλήρωσε
|
συμπληρωνόταν(ε)
|
συμπληρώθηκε
|
|
1 复
|
συμπληρώναμε
|
συμπληρώσαμε
|
συμπληρωνόμασταν, (‑όμαστε)
|
συμπληρωθήκαμε
|
2 复
|
συμπληρώνατε
|
συμπληρώσατε
|
συμπληρωνόσασταν, (‑όσαστε)
|
συμπληρωθήκατε
|
3 复
|
συμπλήρωναν, συμπληρώναν(ε)
|
συμπλήρωσαν, συμπληρώσαν(ε)
|
συμπληρώνονταν, (συμπληρωνόντουσαν)
|
συμπληρώθηκαν, συμπληρωθήκαν(ε)
|
|
将来时 ➤
|
持续将来时 ➤
|
一般将来时 ➤
|
持续将来时
|
一般将来时
|
1 单
|
θα συμπληρώνω ➤
|
θα συμπληρώσω ➤
|
θα συμπληρώνομαι ➤
|
θα συμπληρωθώ ➤
|
2,3 单, 1,2,3 复
|
θα συμπληρώνεις, …
|
θα συμπληρώσεις, …
|
θα συμπληρώνεσαι, …
|
θα συμπληρωθείς, …
|
|
|
完成体 ➤
|
完成体
|
现在完成时 ➤
|
έχω, έχεις, … συμπληρώσει έχω, έχεις, … συμπληρωμένο, ‑η, ‑ο ➤
|
έχω, έχεις, … συμπληρωθεί είμαι, είσαι, … συμπληρωμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
过去完成时 ➤
|
είχα, είχες, … συμπληρώσει είχα, είχες, … συμπληρωμένο, ‑η, ‑ο
|
είχα, είχες, … συμπληρωθεί ήμουν, ήσουν, … συμπληρωμένος, ‑η, ‑ο
|
将来完成时 ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … συμπληρώσει θα έχω, θα έχεις, … συμπληρωμένο, ‑η, ‑ο
|
θα έχω, θα έχεις, … συμπληρωθεί θα είμαι, θα είσαι, … συμπληρωμένος, ‑η, ‑ο
|
|
虚拟语气 ➤
|
使用现在时非独立形(一般过去时) 或现在完成时形式 + 助词(να、ας)。
|
|
祈使语气 ➤
|
未完成体
|
完成体
|
未完成体
|
完成体
|
2 单
|
συμπλήρωνε
|
συμπλήρωσε
|
—
|
συμπληρώσου
|
2 复
|
συμπληρώνετε
|
συμπληρώστε
|
συμπληρώνεστε
|
συμπληρωθείτε
|
|
其他形式
|
主动态
|
被动态
|
现在分词➤
|
συμπληρώνοντας ➤
|
—
|
完成分词➤
|
έχοντας συμπληρώσει ➤
|
συμπληρωμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
|
非限定形➤
|
συμπληρώσει
|
συμπληρωθεί
|
|
|
注释 Appendix:希腊语动词
|
• (…) 可选或非正式。 […] 罕用。 {…} 古体。 • 有多种形式的,按使用频率依次递减。 • 使用虚拟式可组合出委婉命令式。
|
|