συνοριοφύλακας

希臘語

编辑

詞源

编辑

源自 σύνορο (sýnoro, 邊界) +‎ φύλακας (fýlakas, 守衛)

發音

编辑
  • 國際音標(幫助)/si.no.ri.oˈfi.la.kas/
  • 斷字:συ‧νο‧ρι‧ο‧φύ‧λα‧κας

名詞

编辑

συνοριοφύλακας (synoriofýlakasm (复数 συνοριοφύλακες)

  1. 邊防警衛

變格

编辑