συνοριοφύλακας
希臘語
编辑詞源
编辑源自 σύνορο (sýnoro, “邊界”) + φύλακας (fýlakas, “守衛”)。
發音
编辑名詞
编辑συνοριοφύλακας (synoriofýlakas) m (复数 συνοριοφύλακες)
變格
编辑συνοριοφύλακας的變格
單數 | 複數 | |
---|---|---|
主格 | συνοριοφύλακας • | συνοριοφύλακες • |
屬格 | συνοριοφύλακα • | συνοριοφυλάκων • |
賓格 | συνοριοφύλακα • | συνοριοφύλακες • |
呼格 | συνοριοφύλακα • | συνοριοφύλακες • |