|
主動態 ➤
|
被動態 ➤
|
直陳語氣 ➤
|
未完成體 ➤
|
完成體 ➤
|
未完成體
|
完成體
|
非過去式 ➤
|
現在 ➤
|
非獨立形 ➤
|
現在
|
非獨立形
|
1 單
|
τηλεφωνώ - τηλεφωνάω
|
τηλεφωνήσω
|
τηλεφωνιέμαι
|
τηλεφωνηθώ
|
2 單
|
τηλεφωνείς - τηλεφωνάς
|
τηλεφωνήσεις
|
τηλεφωνιέσαι
|
τηλεφωνηθείς
|
3 單
|
τηλεφωνεί - τηλεφωνάει
|
τηλεφωνήσει
|
τηλεφωνιέται
|
τηλεφωνηθεί
|
|
1 複
|
τηλεφωνούμε - τηλεφωνάμε
|
τηλεφωνήσουμε, [-ομε]
|
τηλεφωνιόμαστε
|
τηλεφωνηθούμε
|
2 複
|
τηλεφωνείτε - τηλεφωνάτε
|
τηλεφωνήσετε
|
τηλεφωνιέστε, (‑ιόσαστε)
|
τηλεφωνηθείτε
|
3 複
|
τηλεφωνούν(ε) - τηλεφωνάνε, τηλεφωνάν
|
τηλεφωνήσουν(ε)
|
τηλεφωνιούνται, (‑ιόνται)
|
τηλεφωνηθούν(ε)
|
|
過去式 ➤
|
過去未完成時 ➤
|
一般過去式 ➤
|
過去未完成時
|
一般過去式
|
1 單
|
τηλεφωνούσα, τηλεφώναγα
|
τηλεφώνησα
|
τηλεφωνιόμουν(α)
|
τηλεφωνήθηκα
|
2 單
|
τηλεφωνούσες, τηλεφώναγες
|
τηλεφώνησες
|
τηλεφωνιόσουν(α)
|
τηλεφωνήθηκες
|
3 單
|
τηλεφωνούσε, τηλεφώναγε
|
τηλεφώνησε
|
τηλεφωνιόταν(ε)
|
τηλεφωνήθηκε
|
|
1 複
|
τηλεφωνούσαμε, τηλεφωνάγαμε
|
τηλεφωνήσαμε
|
τηλεφωνιόμασταν, (‑ιόμαστε)
|
τηλεφωνηθήκαμε
|
2 複
|
τηλεφωνούσατε, τηλεφωνάγατε
|
τηλεφωνήσατε
|
τηλεφωνιόσασταν, (‑ιόσαστε)
|
τηλεφωνηθήκατε
|
3 複
|
τηλεφωνούσαν(ε), τηλεφώναγαν, τηλεφωνάγανε
|
τηλεφώνησαν, τηλεφωνήσαν(ε)
|
τηλεφωνιόνταν(ε), τηλεφωνιόντουσαν, τηλεφωνιούνταν
|
τηλεφωνήθηκαν, τηλεφωνηθήκαν(ε)
|
|
將來時 ➤
|
持續將來時 ➤
|
一般將來時 ➤
|
持續將來時
|
一般將來時
|
1 單
|
θα τηλεφωνώ - θα τηλεφωνάω ➤
|
θα τηλεφωνήσω ➤
|
θα τηλεφωνιέμαι ➤
|
θα τηλεφωνηθώ ➤
|
2,3 單, 1,2,3 複
|
θα τηλεφωνείς - θα τηλεφωνάς, …
|
θα τηλεφωνήσεις, …
|
θα τηλεφωνιέσαι, …
|
θα τηλεφωνηθείς, …
|
|
|
完成體 ➤
|
完成體
|
現在完成時 ➤
|
έχω, έχεις, … τηλεφωνήσει
|
έχω, έχεις, … τηλεφωνηθεί
|
過去完成時 ➤
|
είχα, είχες, … τηλεφωνήσει
|
είχα, είχες, … τηλεφωνηθεί
|
將來完成時 ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … τηλεφωνήσει
|
θα έχω, θα έχεις, … τηλεφωνηθεί
|
|
虛擬語氣 ➤
|
使用現在時非獨立形(一般過去時) 或現在完成時形式 + 助詞(να、ας)。
|
|
祈使語氣 ➤
|
未完成體
|
完成體
|
未完成體
|
完成體
|
2 單
|
τηλεφώνα, τηλεφώναγε
|
τηλεφώνησε, τηλεφώνα
|
—
|
τηλεφωνήσου
|
2 複
|
τηλεφωνείτε - τηλεφωνάτε
|
τηλεφωνήστε
|
τηλεφωνιέστε
|
τηλεφωνηθείτε
|
|
其他形式
|
主動態
|
被動態
|
現在分詞➤
|
τηλεφωνώντας ➤
|
[τηλεφωνούμενος, -η, -ο] ➤
|
完成分詞➤
|
έχοντας τηλεφωνήσει ➤
|
—
|
|
非限定形➤
|
τηλεφωνήσει
|
τηλεφωνηθεί
|
|
|
注釋 Appendix:希臘語動詞
|
• (…) 可選或非正式。 […] 罕用。 {…} 古體。 • 有多種形式的,按使用頻率依次遞減。 • 使用虛擬式可組合出委婉命令式。
|
|