希臘語

编辑

發音

编辑

動詞

编辑

τοποθετώ (topothetó) (過去簡單式 τοποθέτησα被動語態 τοποθετούμαι被動過去 τοποθετήθηκα被動完成分詞 τοποθετημένος)

  1. 放置

變位

编辑

相關詞彙

编辑