希臘語 编辑

詞源 编辑

τούβλο (toúvlo) +‎ -άκι (-áki)

發音 编辑

名詞 编辑

τουβλάκι (touvlákin (复数 τουβλάκια)

  1. τούβλο (toúvlo, )指小詞

變格 编辑