希臘語

编辑

詞源

编辑

源自中古希臘語 τοῦβλον (toûblon),源自通用希臘語 τούβουλον (toúboulon),源自拉丁語 tubulus (小管子)

發音

编辑

名詞

编辑

τούβλο (toúvlon (复数 τούβλα)

  1. (建築學)
    Προσπαθούσε να φτιάξει την ταράτσα και του έπεσε το τούβλο στο κεφάλι.
    Prospathoúse na ftiáxei tin tarátsa kai tou épese to toúvlo sto kefáli.
    他正在試著修補屋頂,這時一塊掉在他的頭上。
  2. (口語貶義比喻義) 蠢貨笨蛋
    Άντε να βρεις άκρη μ’ αυτό το τούβλο!
    Ánte na vreis ákri m’ aftó to toúvlo!
    跟那個蠢貨一起解決問題,祝你好運!

變格

编辑

近義詞

编辑

派生詞彙

编辑

參見

编辑

延伸閱讀

编辑