τούβλο
希腊语
编辑词源
编辑源自中古希腊语 τοῦβλον (toûblon),源自通用希腊语 τούβουλον (toúboulon),源自拉丁语 tubulus (“小管子”)。
发音
编辑名词
编辑τούβλο (toúvlo) n (复数 τούβλα)
- (建筑学) 砖
- Προσπαθούσε να φτιάξει την ταράτσα και του έπεσε το τούβλο στο κεφάλι.
- Prospathoúse na ftiáxei tin tarátsa kai tou épese to toúvlo sto kefáli.
- 他正在试着修补屋顶,这时一块砖掉在他的头上。
- (口语,贬义,比喻义) 蠢货,笨蛋
- Άντε να βρεις άκρη μ’ αυτό το τούβλο!
- Ánte na vreis ákri m’ aftó to toúvlo!
- 跟那个蠢货一起解决问题,祝你好运!
变格
编辑τούβλο的变格
近义词
编辑- (砖): πλίνθος m (plínthos)、οπτόπλινθος m (optóplinthos) (罕用)
- (蠢货): βλάκας m (vlákas)、ηλίθιος m (ilíthios)、χαζός m (chazós)、κούτσουρο n (koútsouro)、κουμπούρας m (koumpoúras)
派生词汇
编辑- τουβλάκι n (touvláki) (指小词)
参见
编辑- χτίστης m (chtístis, “建筑工;砖瓦匠”)
- τοιχοποιία f (toichopoiía, “砖砌”)