希臘語

编辑

名詞

编辑

τρωκτικό (troktikón (复数 τρωκτικά)

  1. 嚙齒動物 (Rodentia)
    Τα ποντίκια κι οι σκίουροι είναι τρωκτικά.
    Ta pontíkia ki oi skíouroi eínai troktiká.
    老鼠和松鼠屬於嚙齒動物

變格

编辑

拓展閱讀

编辑