首頁
隨機
登入
設定
贊助
關於維基詞典
免責聲明
搜尋
τρωκτικό
語言
監視
編輯
目次
1
希臘語
1.1
名詞
1.1.1
變格
1.1.2
拓展閱讀
希臘語
編輯
名詞
編輯
τρωκτικό
(
troktikó
)
n
(複數
τρωκτικά
)
嚙齒動物
(
Rodentia
)
Τα ποντίκια κι οι σκίουροι είναι
τρωκτικά
.
Ta pontíkia ki oi skíouroi eínai
troktiká
.
老鼠和松鼠屬於
嚙齒動物
。
變格
編輯
τρωκτικό的變格
單數
複數
主格
τρωκτικό
•
τρωκτικά
•
屬格
τρωκτικού
•
τρωκτικών
•
賓格
τρωκτικό
•
τρωκτικά
•
呼格
τρωκτικό
•
τρωκτικά
•
拓展閱讀
編輯
Τρωκτικά
在希臘語維基百科上的資料。
維基百科
el