φθινόπωρο
希臘語
编辑其他寫法
编辑- χινόπωρο (chinóporo) (書面、學術)
詞源
编辑源自古希臘語 φθινόπωρον (phthinópōron),源自φθίνω (phthínō, “減少,落下,枯萎”) + ὀπώρα (opṓra, “水果”)。
發音
编辑名詞
编辑φθινόπωρο (fthinóporo) n (复数 φθινόπωρα)
- 秋天,秋季
- (比喻義) 暮年,殘年;事物已過盛年的階段
- Ο παππούς βρίσκεται στο φθινόπωρο της ζωής του.
- O pappoús vrísketai sto fthinóporo tis zoḯs tou.
- 爺爺已經是風燭殘年。
變格
编辑φθινόπωρο的變格
單數 | 複數 | |
---|---|---|
主格 | φθινόπωρο • | φθινόπωρα • |
屬格 | φθινοπώρου • | φθινοπώρων • |
賓格 | φθινόπωρο • | φθινόπωρα • |
呼格 | φθινόπωρο • | φθινόπωρα • |
同類詞彙
编辑派生詞
编辑- φθινοπωριάτικα (fthinoporiátika, “在秋天”)
- φθινοπωριάτικος (fthinoporiátikos, “秋天的”)
- φθινοπωρινός (fthinoporinós, “秋天的”)
拓展閱讀
编辑- φθινόπωρο in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
- φθινόπωρο在希臘語維基百科上的資料。維基百科 el