希臘語

编辑

其他寫法

编辑

詞源

编辑

源自古希臘語 φθινόπωρον (phthinópōron),源自φθίνω (phthínō, 減少,落下,枯萎) + ὀπώρα (opṓra, 水果)

發音

编辑

名詞

编辑

φθινόπωρο (fthinóporon (复数 φθινόπωρα)

  1. 秋天秋季
  2. (比喻義) 暮年殘年;事物已過盛年的階段
    Ο παππούς βρίσκεται στο φθινόπωρο της ζωής του.
    O pappoús vrísketai sto fthinóporo tis zoḯs tou.
    爺爺已經是風燭殘年

變格

编辑

同類詞彙

编辑

派生詞

编辑

拓展閱讀

编辑