參見:ἐποχή

希臘語 编辑

詞源 编辑

源自古希臘語 ἐποχή (epokhḗ)

名詞 编辑

εποχή (epochíf (复数 εποχές)

  1. 時代
  2. 季節
    Εποχή του ΛίθουEpochí tou Líthou石器時代
    近義詞: σεζόν (sezón)
  3. (哲學) 懸置

變格 编辑

同類詞彙 编辑

拓展閱讀 编辑