首页
随机
登录
设置
资助
关于维基词典
免责声明
搜索
εποχή
语言
监视本页
编辑
參見:
ἐποχή
目录
1
希臘語
1.1
詞源
1.2
名詞
1.2.1
變格
1.2.2
同類詞彙
1.3
拓展閱讀
希臘語
编辑
詞源
编辑
源自
古希臘語
ἐποχή
(
epokhḗ
)
。
名詞
编辑
εποχή
(
epochí
)
f
(复数
εποχές
)
時代
季節
Εποχή
του Λίθου
―
Epochí
tou Líthou
―
石器
時代
近義詞:
σεζόν
(
sezón
)
(
哲學
)
懸置
變格
编辑
εποχή的變格
單數
複數
主格
εποχή
•
εποχές
•
屬格
εποχής
•
εποχών
•
賓格
εποχή
•
εποχές
•
呼格
εποχή
•
εποχές
•
同類詞彙
编辑
άνοιξη
f
(
ánoixi
,
“
春季
”
)
έαρ
f
(
éar
,
“
春季
”
)
θέρος
n
(
théros
,
“
夏季;收穫
”
)
καλοκαίρι
n
(
kalokaíri
,
“
夏季
”
)
φθινόπωρο
n
(
fthinóporo
,
“
秋季
”
)
χειμώνας
m
(
cheimónas
,
“
冬季
”
)
拓展閱讀
编辑
εποχή
in
Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
[
Dictionary of Standard Modern Greek
], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.