έαρ
參見:ἔαρ
希臘語
编辑詞源
编辑借自古希臘語 ἔαρ (éar),源自原始希臘語 *wéhər,源自原始印歐語 *wésr̥。
發音
编辑名詞
编辑έαρ (éar) n (不可数)
變格
编辑έαρ (éar)的變格
單數 | |
---|---|
主格 | έαρ • |
屬格 | έαρος • |
賓格 | έαρ • |
呼格 | έαρ • |
同類詞彙
编辑- άνοιξη f (ánoixi, “春季”)
- εποχή f (epochí, “季節”)
- θέρος n (théros, “夏季;收穫”)
- καλοκαίρι n (kalokaíri, “夏季”)
- φθινόπωρο n (fthinóporo, “秋季”)
- χειμώνας m (cheimónas, “冬季”)
拓展閱讀
编辑- έαρ in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.